- εμβάζω
- 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο2. στέλνω χρήματα με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβάζω — έμβασα, μτβ. στέλνω χρήματα με επιταγή: Θα σου εμβάσω με το ταχυδρομείο το ενοίκιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεμβάζω — Ν [εμβάζω] στέλνω προηγουμένως χρήματα με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή, εμβάζω προκαταβολικά … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek